- συμπεριέχω
- συμπεριέχω (Dionys. Hal. 3, 43) to be closely packed in a position around, stand around/together w. κύκλῳ added Lk 12:1 D.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
συμπεριέχω — συμπερϊέχω , σύν , περί χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) συμπερϊέχω , σύν περιέχω encompass pres subj act 1st sg συμπερϊέχω , σύν περιέχω encompass pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριέχω — Α [περιέχω] περιλαμβάνω στον ίδιο κύκλο … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek